- μειρακίδιο
- τοζωολ. βλεφαριδοφόρα προνύμφη τών τρηματωδών πλατυελμίνθων τής υποτάξης διγένεα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σποροκύστη — η, Ν βιολ. 1. αναπτυξιακό στάδιο τών τρηματωδών πλατυελμίνθων το οποίο προέρχεται από τον μετασχηματισμό τής προνύμφης μειρακίδιο μετά την εισχώρησή του στον ενδιάμεσο ξενιστή 2. (στους κατώτερους μύκητες) κύτταρο που περικλείει τα μονογονικά… … Dictionary of Greek